Πέμπτη 7 Μαΐου 2009

Το συνάχι του γουρουνιού ή επιστημονικά η γρίπη των χοίρων




  Ήρθε πάλι η γριά τρέλα μου εχθές το βράδυ . 

Ετρεξα αμέσως στην αγκαλιά της .

 Έπαιζα τόσες μέρες στις αλάνες της Λογικής 

και είχαν κουραστεί τα πληγωμένα μου πόδια

 από τις πέτρες του Πρέπει και τα χώματα του Θέλω.

 Κουλουριάστηκα στην αγκαλιά της ,

 ακούμπησα το κεφάλι μου στο στήθος της ,

 και ακούγοντάς τους ρυθμούς της καρδιάς της ,

 ταξίδευα στα λόγια 

και τα απαλά της χάδια στα μαλλιά μου.

 Προτίμησε εχθές να μου πεί ενα παραμύθι . 

Μια ιστορία που επαναλαμβάνεται στην Ιστορία

 ξανα και ξανα , 

ακριβώς η ίδια 

μόνο με διαφορετικούς ήρωες

κάθε φορά.




   Μια φορά και ενα καιρό ,

ήταν ενας Μεγάααλος κήπος με ζώα πουλιά λουλούδια ,

 και δέντρα . 

Άυτός ο κήπος δεν είχε πόρτες για να φύγει τίποτα .

 Ολα όσα γεννιόνταν μεσα σε αυτήν την αυλή

 έπρεπε και να πεθάνουν οταν ερχόταν η ώρα ,

 εκεί μέσα. 

Εκεί λοιπόν υπήρχαν και δέκα άνθρωποι .

 Δεν τους έλλειπε τίποτα . 

Οι δέκα έγιναν είκοσι , και αυτοι σαράντα .

 Πάλι στον κήπο έβρισκαν ότι ηθελαν 

ομως με λίγο παραπάνω κόπο .

 Αλλοι ηταν πιο άπληστοι ,

 αλλοι πιο εγκρατείς

 όμως πάλι ολοι ζουσαν καλά.

Εφτασαν όμως μετά από χρόνια 

να γίνουν εκατόν πενήντα

 και οι εικοσι από αυτούς

 να έχουν μάθει να μην σέβονται τον κήπο 

και να καταναλώνουν σαν να ήταν εκατό .

 Οι εκατόν τριάντα πεινούσαν 

αφού δεν εμενε πιά τροφή και νερό από την σπατάλη

ενώ οι εικοσι ήθελαν να καταναλώνουν κι άλλα 

Οι εκατόν τριάντα άρχισαν να απειλούν

 αφού δεν είχαν επιλογη παρά μόνο τον θάνατο .

 Οι πεντε πιο άπληστοι από τους εικοσι

 άρχισαν να κλεβουν απο τους δεκαπέντε αδελφούς τους 

για να δώσουν στους 130 

για να μην κινδυνεύουν 

και να φάνε παραπάνω και οι ίδιοι. 

Όμως αυτοί οι δεκαπέντε στην ίδια τους την οικογένεια 

άρχισαν να τους μισούν ,

 έτσι αυτοι οι πιο άπλιστοι πέντε ,

 βρέθηκαν σε αδιέξοδο 

αφου έξω από το σπίτι τους 

130 πεινασμένοι ήθελαν να τους κατασπαράξουν 

και μέσα στο σπίτι τους 

δεκαπέντε αδέλφια τους 

τους μισούσαν 

και ήταν έτοιμοι να τους καταρρίψουν από το βάθρο τους .

 Ετσί μαζεύτηκαν αυτοι οι πέντε 

και έκαναν επίκληση 

για να βρούν την είσοδο του δρόμου 

 στόν μάυρο άγγελο  .

 Αυτόν που θέριζε ,

 κάθε τί που μαραινόταν 

ή επρεπε να μαραθεί στον κήπο.

 Εσκαψαν βαθιά 

πολύ 

για να βρουν την σπηλιά  του 

και οταν αυτός τους μυρίστηκε , 

και έστρεψε το τρομερό του βλέμμα πρός αυτους. 

Αυτοί επεσαν γονατιστοί 

και με κλάματα στα ματια 

τρέμοντας από τον φόβο .

Ομως τότε εμφανίστηκε από τις σκιές

 η αδελφή του Μαύρου αγγελου. 

Μια κακάσχημη γριά 

που της ετρεχαν σάλια απο το στόμα ,

με ραμμένα μάτια και πρόσωπο,

 καμπουριασμένη και ισχνή

 σε σημείο που να φαίνονται τα κόκαλά της

 και ίσα ίσα να τα καλύπτει τό γέρικο 

μα και σαπισμένο δέρμα της . 

Η Απληστία 

Μην του σκοτώσεις του λέει .

 Οι ψυχές αυτών των πέντε ειναι δικές μου.

 Ασε να ακουσουμε γιατί ήρθαν τόσο δρόμο 

σκάβοντας στην μαύρη πλευρά του μυαλού . 

Θέλουμε είπαν αυτοί τρέμοντας , 

να μας βοηθήσεις

 ό Μεγάλε Αγγελε του θανάτου ,

 να απαλλαγούμε από οσους περισσότερους γίνεται 

από τα αδέλφια μας μα και τους υπόλοιπους , 

όμως με εναν τρόπο

 που να μήν κατηγορήσουν εμάς ότι το κάναμε.

 Ο Μαύρος άγγελος γέλασε . 

Κατάλαβα αμέσως την πονηρή τους σκέψη , 

κοίταξέ στα μάτια την αδελφή του , 

και μετά τους είπε 

‘Εχω κάτι που θα σας βοηθήσει.

 Έσκυψε , 

πήρε στα χέρια του ενα μικρό κλαδί 

και το φύσηξε απαλά.

 Αμέσως αυτό έγινε ένα μαύρο

 μικρό γυαλιστερό φίδι ,

 που όταν άνοιξέ τα μάτια του 

είχε το ίδιο χρώμα με αυτό που εσταζε αίμα ,

 του αγγέλου . 

῾Αυτο το φίδι῾τους είπε , 

θα το αφήσετε στο σπίτι σας . 

Οταν δαγκώσει όσους θέλετε , 

πρέπει να το πιάσετε και να μου το φέρετε πάλι πίσω ,

 αλλιώς θα σκοτώσει και εσάς. ῾

   Η Απληστία τους συνόδευσε μέχρι πίσω στόν κήπο 

και προσφέρθηκε να κρατά αυτή το φίδι .

 Απερίσκεπτοι αυτοί , 

της είπαν να το αφήσει , 

αναλαμβάνοντας την ευθύνη στις δικές τους ψυχές

 για τον θάνατο που θα έσπερνε. 




   Η Τρέλλα μου με κοίταξέ στα μάτια ,

 με ειδε που είχα βουρκώσει και φοβηθεί 

και μου είπε

 ‘Πρόσεχε παιδί μου ,

 γιατί το φίδι αυτό

 εχεί αφεθεί σκόπιμα από εργαστήρια 

και τα επόμενα χρόνια

 θα σπείρει θάνατο σε εκατομμύρια ανθρώπους .

 Ανθρώπους που άρχισαν να ονειρεύονται μια καλύτερή ζωή 

και ξεκίνησαν να την απαιτούν. 

Το φίδι αυτό 

θα φτάσει και θα συρθεί κάποτε και στα δικά σου πόδια ,

 σε τούτα εδω τα εδάφη 

για να σκοτώσει και κάποια από τα αδέλφια τους. 

Τότε θα το καλέσουν πίσω . 

Ομως θα έχουν  την δύναμη να το σταματήσουν ;

.

.

Αφήνω εδώ ένα τριαντάφυλλο 

για όλους αυτους που έφυγαν ή  που θα φύγουν άδικα

 από αυτή την Νέα κατάρα που εφηύρε το Ανθρώπινο μυαλό

.
.
.
Ακούγεται το Iguazu του Gustavo Santaolalla
.
.
.
.

Προ-Βληματικές ΣημειΏσεις ενος τρελού, στο ΑγριοΛόγιο 2016

Συνοδηπόροι

Αρχειοθήκη ιστολογίου