Πήγα στον ποταμό για να ψαρέψω .
Έριξα την πετονιά και περίμενα ,
χαζεύοντας τις πρώτες ακτιδες του Ηλιου .
Καθόμουν δίπλα στα βοτσαλα ,
και τα άφηνα να μου μιλουν
με την σιωπή ,για την Σιωπή .
Οπως ποτέ .
Οπως πάντα
Τσίμπησε κάτι .
Κοιτάζω στο νερό
και βλέπω πως είχα πιάσει
την μορφή μου,
την μορφή σου
που με κοιτούσε θυμωμένα ,
γιατι την έβγαλα απο την κρυψώνα του Ποτέ της .
Και τότε το άκουσα .
Είμαι σίγουρος .
Άκουσα το Ψέμα να γλιστρά μέσα στα νερά και να γελάει.
Αχ και να το εβλεπα .
Πήρα την πιο σκληρή πέτρα που βρήκα .
Την πέταξα μέσα στον ποταμό .
"Πρέπει να το σκοτώσω " φώναξα με μανία .
Πέταξα κι άλλη ,κι άλλη .
Και κάθε φορά το Ψέμα ,γελουσε και φώναζε μέσα απο το στόμα της πέτρας
"Μου... " ,
"Σου..." ,
"Του... "
Έπιασα μια τελευταία πέτρα για να την πετάξω .
Ήταν τόσο σκληρή , κλειστή . Άκαρπη απο χαρά .
Σαν ενα αυγό που υπομονετικά
εδώ και χρόνια εκκολάπτει αλήθειες
και τιποτα δεν αντεχει να φυτρωσει πανω της .
"Μου μοιάζεις" της είπα ,
"Σιγά μην σε χαραμίσω στο Ψέμα " .
Μου χαμογέλασε .
Την πήρα στην αγκαλιά μου απαλά ,
μην σπάσει το τσόφλι και έχουμε άλλα
και την πήγα στο Χωριό ,
να την βλέπουν να με φοβούνται οι χωριανοι ,
να με αφήνουν ήσυχο ,
καθώς την γυαλίζω ,καταμεσής στην πλατεία.
Όσο για το Ψέμα , κοιτάξου μεσα εδώ .... ΝΑ ΤΟ. Το βλέπεις ;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου