Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2009

(/)κοπές Αυ-taste 2009

Αυγουστος για εμένα πάντα σήμαινε
τέσσερις εβδομάδες συνεχούς κίνησής σε νέα ,
καθε ημέρα,
μέρη ,
ατελείωτες φωτογραφίες
και γνωριμίες με ανθρώπους που είναι κομμάτι του κάθε τόπου .
Μετά απο κάθε οδοιπορικό ,
πάω στην αγκαλιά της προγονικής μου γης για λίγες ημέρες ,
οργανώνω το υλικό μου,
ακούω την θάλασσα που συντροφεύει τούτο τον ορεινό ορίζοντα,
και ξαναφεύγω για το επόμενο ταξίδι .
Ομως φέτος ,
το καλύτερο θέμα φωτογράφησης ,
όσο και αν το έψαχνα σε ξένα μέρη,
ήρθε και με βρήκε ,
μόνο του , εκει.
Δεν είχε ούτε μαγευτικά ηλιοβασιλέματα ,
ούτε τοπία ,
ουτε πρόσωπα ριζωμένα στην γή τους .
Το καλύτερο μου θέμα φέτος ,
είχε απλή ,
δυνατή διάθεση για ΖΩΗ
Μια σκύλα ράτσας κυνηγετικής ,
μάλλον παρατημένη από κάποιον κυνηγό ,
ήρθε σκελετωμένη από την πείνα ,
στον κήπο μας .
Την ταϊσαμε, την φροντίσαμε ,
και μετά μας έκανε ενα δώρο .
Μας έφερε τα πέντε κουταβάκια της.

Πέμπτη 30 Ιουλίου 2009

Δεκαπέντε Χιλιάδες Ξημερώματα ή Νύχτες ;


Πήρα εχθές ένα κομπιουτεράκι και είπα .
Είμαι 38 χρονών .
Αντε να ζήσω άλλα 40 χρόνια .
Ομως 40 χρόνια είναι 14600 ημέρες .
15 χιλιάδες πές.
Εκ των οποίων οι 7500 θα τις περασω ώς γέροντας (αν είμαι τυχερός ).
Τι μου μένουν ;
7500 μερες
ή
180.000 ωρες .
Εκατον ογδόντα χιλιάδες ... ωρίτρες που τόσο ασυλλόγιστα τις πετάμε απο εδω και από εκεί .
Ελα μωρε , δεν βαριέσαι ,
θα περιμενω καμία ωρίτσα .
Η' θα έρθω αυριο .
Κατσε τώρα να χασω καμιά δυο τρις τέσσερις πεντε ωριτσες βλέποντας χαζομάρες στην τηλεόρασή ,
που ποτέ δεν θυμάμαι την επομενη ημερα,
ξαπλωμένος επί του καναπέως .
Πέντε ώρες από τις 180000 ωρες που μου μενουν για να ζήσω ΟΛΗ ΜΟΥ ΤΗΝ ΖΩΗ
χάθηκαν από εδώ ,
πετάχτηκαν από εκει ,
σπαταλήθηκαν για κάποιον ή κάτι που δεν το άξιζε .
Σήμερα σε μια γωνία της οθόνης του υπολογιστή μου ,
έβαλα ενα χρονόμετρο και το ξεκίνησα από τις 180000 ώρες και το αφήνω να γυρνάει αντιστροφα.
Ετσι ,
για να εχει κάτι να φοβάται η Συνήθεια.
Γιατί ,
σε 7 χιλιάδες μέρες θα είμαι ΓΕ'ΡΟΣ
και σε 15 χιλιάδες μέρες θα είμαι ΜΑΚΑΡΙ'ΤΗΣ

Δεκαπέντε Χιλιάδες Ξημερώματα
ή Νύχτες ,
τελικά θα αποφασίσουμε να ζήσουμε στην ζωή μας ;



Δευτέρα 29 Ιουνίου 2009

ΤΟ ΑΥΓΟ

Αυτή η μοναξιά , στα μάτια , στις σκέψεις των ανθρώπων .
Πως μου ματώνει την καρδιά αυτή τους η βαθιά θλίψη . 
Θλίψη γιατί δεν ανοίγουν τα φτερά της ελευθερίας τους . 
Μένουν μουδιασμένα , μαραμένα σχεδόν στις πλάτες τους . 
Μερικοί τα έχουν ξεχάσει πως υπάρχουν . 
Τους εχει μείνει απλά η θλίψη και δεν γνωρίζουν γιατί . 
Απλά γιατί κάθε μέρα ,
μικραίνουν πολύ τον εαυτό τους για να μπουν στο αυγό της ασφάλειας , 
και αφήνουν απ' εξω τους ανθρώπους που θα μπορούσαν να αγαπήσουν 
και τα φτερά που θα μπορούσαν να τους χαρίσουν ουρανούς.

.
.
.
http://www.youtube.com/watch?v=Seau8Jbvs9U

Παρασκευή 12 Ιουνίου 2009

ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ

Εχω διαβάσει και ακούσει ,πάλι και πάλι τούτο το εργο υψίστης τέχνης.
Κάθε φορά προσπαθώ να αρθρώσω μια λέξη γι αυτό . ενα μόνο-γράμμα . 
Ομως δεν μπορώ . Γιατί ακόμα και ενα γράμμα , 
θα χάλαγε την τελειότητά αυτου του έργου. 
Ενα μόνο εχω να πω. 
Πως έτσι πρέπει να είναι η ερωτική σχέση δύο ανθρώπων.
Αυτό το δώρο που άφησέ εδω ο Ελύτης , είναι ενα βαθύ μάθημα βίου.

Παρασκευή 5 Ιουνίου 2009

Πως έγινα Συντεκνοκούμπαρος ...

... εγώ ό Μεσσηνιοαρβανίτης ;
Όφου και ανα ματα πάλι όφου. 
Τι να κανουμε που οταν αγαπάμε αγαπάμε πολύ 
και δεν μπορούμε να πούμε όχι στα σταυραδέρφια μας.
Να το ξεκαθαρήσουμε όμως . 
Τρίτη φορά εγώ δεν παντρευω .
Ξηγημένα πράγματα

Κυριακή 31 Μαΐου 2009

Πρίν από 37 χρόνια ...

... ο θεός αποφάσισε να ρίξει φωτιά και νερό στο ίδιο ποτήρι . 
Εκεί γεννήθηκε η πρώτη μου ανάσα 
Και πως να ισορροπήσεις μέσα της , την λάβα με τον πάγο ;
Κάθε επόμενή ανάσα και ενα μάθημα .
Ενα μικρό βήμα κάθε φορά σε εναν απίστευτο γκρεμό,
που όμως όταν γυρίζω το βλέμμα μου στην θέα , 
αποζημιώνομαι για όλα.
Αυτή την ημέρα ,
της Αρχής μου,
αφήνω έδω , 
να ανθίσει ενα τραγούδι
που λέει καλύτερά από εμένα αυτά που είμαι. 
Στα είπα όλα.
Φίλα με τώρα.

Πέμπτη 21 Μαΐου 2009

Οι πέντε μασκες της Φωτιάς



 Κάποτε , 

όταν ακόμα ο χρόνος ήταν νέος , 

ο Aρχάγγελος της Φωτιάς , 

χώθηκε βαθιά στα έγκατα της γής ,

για να φτιάξει ένα δημιούργημα αντάξιο αυτών του θεού , 

για να τον ευχαριστήσει . 

Έβαλε όλη την δύναμη του 

φτιάχνοντας πέντε μάσκες απίστευτης ομορφιάς ,

από Φωτιά και Αιθέρα . 

Στό τέλος , 

για να τις ζωντανέψει , 

εκοψε λίγο τον εαυτό του στο μέρος της καρδιάς , 

και από το Αίσθος που άρχησε να ρέει , 

έσταξε από μία σταγόνα σε κάθε μάσκα. 

Αμέσως 

βγήκε από τα έγκατα της γής και πήγε στον θεό .

Υποκλίθηκε 

και του έδειξε όλο χαρά τις μάσκες του , 

που μπροστά όμως στο βλέμμα του θεού 

αποκαλύφθηκε όλη η αλήθεια τους . 

Οι φλεγόμενες αυτες μάσκες 

με τις αξεπέραστη τεχνική 

θα έρεαν στις φλέβες αυτού που θα ήθελε να της δοκιμάσει , 

το δηλητήριο της Έπαρσης 

που με την δύναμη του Αίσθους 

που είχε στάξει ο αρχάγγελος της Φωτιάς 

θα μετατρεπόταν σε Απληστία , 

μία από τις μεγαλύτερες Πύλες της Κολάσεως. 

Ο Αρχάγγελος βλέποντας τρομαγένος το λάθος του , 

προσπάθησε να βρεί ενα μέρος να τις θάψει , 

αφου η Ανάσα του θεού, 

τό Αίσθος που έρεε μέσα τους , 

τις έκανε απρόσβλητες σε κάθε καταστροφή. 

Εσκαψε πολύ βαθιά στην γή 

για να μην μπορεί να τις βρεί κανείς. 

Εκεί όμως 

μακρυά από τα γεμάτα αγάπη χέρια του Αρχαγγέλου , 

η Φωτιά των μασκών πήρε άλλες διαστάσεις . 

Άρχισαν αυτές να λιώνουν 

να ρευστοποιούνται 

και να μετατρέπονται σε ένα υλικό 

που πολύ αργότερα ονομαστηκε χρυσάφι .

    Η Σκοτεινή Δυναμη λοιπόν , 

που αφουγκραζόταν στα θεμέλιά της γής 

αυτήν την αλλοιωμένη άνασσα του θεού , 

ψιθύρισέ κάποτε στο αυτί του ανθρώπου 

λόγια που ξύπνησαν την έντονη δίψα του για εξουσια . 

Ετσι αυτός άρχισε να σκάβει 

και να σκάβει . 

Τόσο βαθιά που κάποτε το ανακάλυψε . 

Εκοψε το χρυσό σε κομμάτια , 

και τό άπλωσε σε όλη την γή. 

Η φωτιά από τις μάσκες 

άρχισε πάλι να αναζωπυρώνεται στις καρδιές των ανθρώπων 

και να τους καίει. 

Κάποιοι κατάφεραν 

να μαζέψουν τόσο πολύ 

που μερικές από τις πέντε μάσκες 

ξαναενώθηκαν στην αρχική τους υπόσταση , 

και χωρίς να το καταλάβουν οι ίδιοι που τις απέκτησαν , 

φορέθηκαν  στα πρόσωπά τους , 

φλεγόμενες , παραμορφώνοντάς τους , 

μα και δίνοντας τους της αίσθηση 

της αιωνιότητας 

και της θεϊκής δύναμης. 

Ετσι 

αυτοί μαζί τους τραβάνε στον θάνατο 

πολλες ακόμα ψυχές 

καθε φορά που αποφασίζουν 

να δώσουν και άλλη φλωγα στις μάσκες της Απληστίας.


.

.

Αφιερωμένο στον Ίσσαλλο που με παρέσυρε να ρωτήσω την Γιαγιά Τρέλλα μου για αυτούς τους πέντε του προηγούμενης ιστορίας μου.


.

.

.

Επίσης πολλες ευχές σε όλους τους Κωνσταντίνος και Κωνσταντίνες που γιορτάζουν.

.

.

.

.


Πέμπτη 7 Μαΐου 2009

Το συνάχι του γουρουνιού ή επιστημονικά η γρίπη των χοίρων




  Ήρθε πάλι η γριά τρέλα μου εχθές το βράδυ . 

Ετρεξα αμέσως στην αγκαλιά της .

 Έπαιζα τόσες μέρες στις αλάνες της Λογικής 

και είχαν κουραστεί τα πληγωμένα μου πόδια

 από τις πέτρες του Πρέπει και τα χώματα του Θέλω.

 Κουλουριάστηκα στην αγκαλιά της ,

 ακούμπησα το κεφάλι μου στο στήθος της ,

 και ακούγοντάς τους ρυθμούς της καρδιάς της ,

 ταξίδευα στα λόγια 

και τα απαλά της χάδια στα μαλλιά μου.

 Προτίμησε εχθές να μου πεί ενα παραμύθι . 

Μια ιστορία που επαναλαμβάνεται στην Ιστορία

 ξανα και ξανα , 

ακριβώς η ίδια 

μόνο με διαφορετικούς ήρωες

κάθε φορά.




   Μια φορά και ενα καιρό ,

ήταν ενας Μεγάααλος κήπος με ζώα πουλιά λουλούδια ,

 και δέντρα . 

Άυτός ο κήπος δεν είχε πόρτες για να φύγει τίποτα .

 Ολα όσα γεννιόνταν μεσα σε αυτήν την αυλή

 έπρεπε και να πεθάνουν οταν ερχόταν η ώρα ,

 εκεί μέσα. 

Εκεί λοιπόν υπήρχαν και δέκα άνθρωποι .

 Δεν τους έλλειπε τίποτα . 

Οι δέκα έγιναν είκοσι , και αυτοι σαράντα .

 Πάλι στον κήπο έβρισκαν ότι ηθελαν 

ομως με λίγο παραπάνω κόπο .

 Αλλοι ηταν πιο άπληστοι ,

 αλλοι πιο εγκρατείς

 όμως πάλι ολοι ζουσαν καλά.

Εφτασαν όμως μετά από χρόνια 

να γίνουν εκατόν πενήντα

 και οι εικοσι από αυτούς

 να έχουν μάθει να μην σέβονται τον κήπο 

και να καταναλώνουν σαν να ήταν εκατό .

 Οι εκατόν τριάντα πεινούσαν 

αφού δεν εμενε πιά τροφή και νερό από την σπατάλη

ενώ οι εικοσι ήθελαν να καταναλώνουν κι άλλα 

Οι εκατόν τριάντα άρχισαν να απειλούν

 αφού δεν είχαν επιλογη παρά μόνο τον θάνατο .

 Οι πεντε πιο άπληστοι από τους εικοσι

 άρχισαν να κλεβουν απο τους δεκαπέντε αδελφούς τους 

για να δώσουν στους 130 

για να μην κινδυνεύουν 

και να φάνε παραπάνω και οι ίδιοι. 

Όμως αυτοί οι δεκαπέντε στην ίδια τους την οικογένεια 

άρχισαν να τους μισούν ,

 έτσι αυτοι οι πιο άπλιστοι πέντε ,

 βρέθηκαν σε αδιέξοδο 

αφου έξω από το σπίτι τους 

130 πεινασμένοι ήθελαν να τους κατασπαράξουν 

και μέσα στο σπίτι τους 

δεκαπέντε αδέλφια τους 

τους μισούσαν 

και ήταν έτοιμοι να τους καταρρίψουν από το βάθρο τους .

 Ετσί μαζεύτηκαν αυτοι οι πέντε 

και έκαναν επίκληση 

για να βρούν την είσοδο του δρόμου 

 στόν μάυρο άγγελο  .

 Αυτόν που θέριζε ,

 κάθε τί που μαραινόταν 

ή επρεπε να μαραθεί στον κήπο.

 Εσκαψαν βαθιά 

πολύ 

για να βρουν την σπηλιά  του 

και οταν αυτός τους μυρίστηκε , 

και έστρεψε το τρομερό του βλέμμα πρός αυτους. 

Αυτοί επεσαν γονατιστοί 

και με κλάματα στα ματια 

τρέμοντας από τον φόβο .

Ομως τότε εμφανίστηκε από τις σκιές

 η αδελφή του Μαύρου αγγελου. 

Μια κακάσχημη γριά 

που της ετρεχαν σάλια απο το στόμα ,

με ραμμένα μάτια και πρόσωπο,

 καμπουριασμένη και ισχνή

 σε σημείο που να φαίνονται τα κόκαλά της

 και ίσα ίσα να τα καλύπτει τό γέρικο 

μα και σαπισμένο δέρμα της . 

Η Απληστία 

Μην του σκοτώσεις του λέει .

 Οι ψυχές αυτών των πέντε ειναι δικές μου.

 Ασε να ακουσουμε γιατί ήρθαν τόσο δρόμο 

σκάβοντας στην μαύρη πλευρά του μυαλού . 

Θέλουμε είπαν αυτοί τρέμοντας , 

να μας βοηθήσεις

 ό Μεγάλε Αγγελε του θανάτου ,

 να απαλλαγούμε από οσους περισσότερους γίνεται 

από τα αδέλφια μας μα και τους υπόλοιπους , 

όμως με εναν τρόπο

 που να μήν κατηγορήσουν εμάς ότι το κάναμε.

 Ο Μαύρος άγγελος γέλασε . 

Κατάλαβα αμέσως την πονηρή τους σκέψη , 

κοίταξέ στα μάτια την αδελφή του , 

και μετά τους είπε 

‘Εχω κάτι που θα σας βοηθήσει.

 Έσκυψε , 

πήρε στα χέρια του ενα μικρό κλαδί 

και το φύσηξε απαλά.

 Αμέσως αυτό έγινε ένα μαύρο

 μικρό γυαλιστερό φίδι ,

 που όταν άνοιξέ τα μάτια του 

είχε το ίδιο χρώμα με αυτό που εσταζε αίμα ,

 του αγγέλου . 

῾Αυτο το φίδι῾τους είπε , 

θα το αφήσετε στο σπίτι σας . 

Οταν δαγκώσει όσους θέλετε , 

πρέπει να το πιάσετε και να μου το φέρετε πάλι πίσω ,

 αλλιώς θα σκοτώσει και εσάς. ῾

   Η Απληστία τους συνόδευσε μέχρι πίσω στόν κήπο 

και προσφέρθηκε να κρατά αυτή το φίδι .

 Απερίσκεπτοι αυτοί , 

της είπαν να το αφήσει , 

αναλαμβάνοντας την ευθύνη στις δικές τους ψυχές

 για τον θάνατο που θα έσπερνε. 




   Η Τρέλλα μου με κοίταξέ στα μάτια ,

 με ειδε που είχα βουρκώσει και φοβηθεί 

και μου είπε

 ‘Πρόσεχε παιδί μου ,

 γιατί το φίδι αυτό

 εχεί αφεθεί σκόπιμα από εργαστήρια 

και τα επόμενα χρόνια

 θα σπείρει θάνατο σε εκατομμύρια ανθρώπους .

 Ανθρώπους που άρχισαν να ονειρεύονται μια καλύτερή ζωή 

και ξεκίνησαν να την απαιτούν. 

Το φίδι αυτό 

θα φτάσει και θα συρθεί κάποτε και στα δικά σου πόδια ,

 σε τούτα εδω τα εδάφη 

για να σκοτώσει και κάποια από τα αδέλφια τους. 

Τότε θα το καλέσουν πίσω . 

Ομως θα έχουν  την δύναμη να το σταματήσουν ;

.

.

Αφήνω εδώ ένα τριαντάφυλλο 

για όλους αυτους που έφυγαν ή  που θα φύγουν άδικα

 από αυτή την Νέα κατάρα που εφηύρε το Ανθρώπινο μυαλό

.
.
.
Ακούγεται το Iguazu του Gustavo Santaolalla
.
.
.
.

Προ-Βληματικές ΣημειΏσεις ενος τρελού, στο ΑγριοΛόγιο 2016

Συνοδηπόροι

Αρχειοθήκη ιστολογίου