Μικρό παιδάκι ο Έρωτα ,
τραβά από το χέρι την μάνα Ύπαρξη σε όλα τα φανταχτερά ,
κενά (συνήθως) και μη,
που του κινούν το ανώριμο ενδιαφέρον του.
Γκρινιάζει ,κλαίει και χτυπιέται όταν δεν παίρνει το παιχνίδι που θέλει ,
ενώ πηδάει από χαρά όταν το κρατά στην αγκαλιά του .
Για λίγο .
Μετά το σπάει για να δει πως δουλεύει.
Βαριέται .
Θέλει κι άλλο.
Η γιαγιά Αγάπη όμως ,το μαλώνει.
Η γιαγιά Αγάπη όμως ,το μαλώνει.
Δεν παίζουν έτσι με τις καρδιές των άλλων ,του λέει.
Γιατί η θάλασσα που κρύβει η κάθε καρδιά ,
μπορεί να σε ταξιδέψει μακριά ,
αλλά και να σε πνίξει .
Και πάντα ,
η πιο άγρια θάλασσα ,
είναι αυτή που έχουμε στην καρδιά μας.
.
.
Με αυτα τα λόγια με νανουριζει παντα η μανα Υπαρξη ,οταν κουρασμένος απο της αταξίες που έκανα όλη την ημέρα κουρνιάζω στην αγκαλιά της νυσταγμένος. Πόσες συγνωμες κι αν δεν της οφείλω ;
.
.
Με αυτα τα λόγια με νανουριζει παντα η μανα Υπαρξη ,οταν κουρασμένος απο της αταξίες που έκανα όλη την ημέρα κουρνιάζω στην αγκαλιά της νυσταγμένος. Πόσες συγνωμες κι αν δεν της οφείλω ;
.
.
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου