Δευτέρα 21 Ιουνίου 2010

Ο Μύθος του αστερισμού του Κριού και το μονοπάτι της Μοίρας που τον ορίζει


Ο μύθος του Κριού

Ο αστερισμός του Κριού ήταν γνωστός στους Αιγύπτιους,

τους Βαβυλώνιους και τους Έλληνες.

Όλοι τον ονόμαζαν Κριό στη γλώσσα τους και συμβολιζόταν με το κριάρι.

Ο αστερισμός θεωρούνταν το κριάρι που μετέφερε το Φρίξο και την Έλλη,

παίρνοντας την ονομασία του από τον αντίστοιχο ελληνικό μύθο.

Ο Αθάμας ήταν Βοιωτός βασιλιάς που βασίλευε στην περιοχή της Κορώνης,

γιος του Αίολου και εγγονός του Έλληνα, γιου του Δευκαλίωνα.

Ο Αθάμας παντρεύτηκε τρεις φορές. Η πρώτη του γυναίκα ήταν η Ωκεανίδα Νεφέλη,

με την οποία έκανε δύο παιδιά, το Φρίξο και την Έλλη.

Αργότερα ο Αθάμας εγκαταλείπει τη Νεφέλη και παντρεύεται την Ινώ,

κόρη του Κάδμου και αδερφή της Σεμέλης. Από αυτό το γάμο γεννήθηκαν δύο γιοι,

ο Λέαρχος και ο Μελικέρτης.

Η Ινώ ζηλεύοντας τα παιδιά της Νεφέλης αποφάσισε να τα σκοτώσει

και σκέφτηκε ένα πονηρό τέχνασμα.

Πείθει τις γυναίκες του τόπου να ψήσουν κρυφά από τους άντρες τους

τους σπόρους του σταριού που θα έσπερναν. Φυσικά δε φύτρωσε τίποτε.

Ο Αθάμας έστειλε τότε ανθρώπους να συμβουλευτεί το μαντείο των Δελφών.

Αλλά η Ινώ δωροδόκησε τους απεσταλμένους

κι αυτοί έδωσαν στον Αθάμαντα μια τρομερή απάντηση.

Είπαν ότι ο θεός, για να σταματήσει τη σιτοδεία,

απαιτούσε τη θυσία του Φρίξου στο βωμό του Δία.

Ο Αθάμας αναγκάζεται να συμμορφωθεί με τη δήθεν απαίτηση του μαντείου και ο Φρίξος

(μαζί με την αδελφή του, σύμφωνα με ορισμένες εκδοχές) οδηγούνται στο βωμό για τη θυσία.

Η Νεφέλη θέλοντας να σώσει τα παιδιά της, τους στέλνει ένα χρυσόμαλλο κριάρι,

δώρο του Ερμή. Το μαγικό κριάρι σήκωσε τους δύο νέους ψηλά στον αέρα,

απομακρύνοντάς τους από τον κίνδυνο και πέταξαν προς τα ανατολικά.

Κατά το ταξίδι της διαφυγής τους η Έλλη έπεσε από το κριάρι

και πνίγηκε στη θάλασσα που από τότε ονομάστηκε Ελλήσποντος.

Ο Φρίξος συνέχισε φτάνοντας στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, στην Κολχίδα

όπου βρισκόταν ο βασιλιάς Αιήτης. Εκείνος τον καλοδέχτηκε

και τον πάντρεψε με την κόρη του Χαλκιόπη.

Ο Φρίξος θυσίασε το κριάρι που τον έφερε μέχρι εκεί στο βωμό του Δία

και χάρισε το δέρμα του στον Αιήτη, που το αφιέρωσε στον Άρη

και το κρέμασε σε μια βελανιδιά σε ένα ιερό δάσος του θεού.

Το μαγικό δέρμα (=δέρας) το φυλούσε ένας δράκος που δεν κοιμόταν ποτέ.

Αυτό είναι το “χρυσόμαλλο δέρας” για το οποίο αργότερα γίνεται η Αργοναυτική εκστρατεία.

Το χρυσόμαλλο κριάρι είχε γεννηθεί από τους έρωτες ενός θεού με μια θνητή.

Ο θεός ήταν ο Ποσειδών που ερωτεύτηκε τη Θεοφάνη,

κόρη του βασιλιά Βισάλτη από τη Θράκη. Τη Θεοφάνη κυνηγούσαν πολλοί μνηστήρες,

έτσι ο Ποσειδώνας την πήγε στο νησί Crumissa

(όνομα άγνωστο και ίσως παραφθαρμένο από την παράδοση).

Όμως οι μνηστήρες ανακάλυψαν το κρησφύγετό τους και ξεκίνησαν να τη βρουν.

Ο Ποσειδώνας, για να τους ξεγελάσει, μεταμόρφωσε τους κατοίκους του νησιού σε πρόβατα,

τη Θεοφάνη σε μια όμορφη προβατίνα κι ο ίδιος έγινε τράγος.

Οι μνηστήρες, όταν έφτασαν στο νησί, δε βρήκαν παρά κοπάδια κι άρχισαν να τα σκοτώνουν.

Βλέποντας αυτό ο Ποσειδώνας τους μεταμόρφωσε σε λύκους.

Ο ίδιος, ως τράγος, ενώθηκε με τη Θεοφάνη και της χάρισε ένα γιο,

το κριάρι με το χρυσόμαλλο δέρμα



Μοίρα

Όσων η αρχή της ζωής τους ορίζεται απο τούτο το ζώδιο ,

τους έχους δοθεί οι ισχυρές δυνάμεις μα και οι αδυναμίες του χρυσόμαλλου Κριού,

του γιου του Ποσειδώνα ,

για να πληρώσουν ένα χρέος τους απέναντι στην Μοίρα .

Το χρέος του να ξεφύγουν από τον εγωκεντρισμό τους

και να σταματήσουν να είναι τόσο σκληροί με τα συναισθήματα των άλλων .

Πέραν των προσωπικών τους στόχων ,πρέπει να μάθουν να υπολογίζουν

και τις βαθιές ανάγκες των κοντινών τους ανθρώπων ,

γιατί αλλιώς η μοίρα θα τους γυρίζει

ξανα και ξανα μέσα στην ίδια συναισθηματική πυρά που ζούνε,

μέχρι να πάρουν κάποτε το μάθημά τους.


Τετάρτη 16 Ιουνίου 2010

Αγρίμια του Ερέβους




Ο Λύκος
το αγαπημένο ζώο του Απόλλωνα
σημαίνει ΦΩΣ
από την λέξη "Λύκη"
Από αυτήν την λέξη
όλα όσα μεταφέρουν το φώς της μάθησης,
μα και την μάθηση του φωτός,
ονομάζονται Λύκεια,
ευλογημένα πάντα
από το ιερό Απολλώνιο Φώς.

Τώρα πιά ,
άλλα αγρίμια που κυνηγούν ,
να ξεσκίσουν κάθε ζωή ,
κάθε Αγάπη ,
κάθε ελευθερία ,
έχουν το θράσος να ονομάζονται Λύκοι.
Ομως το δικό τους φώς ,
είναι μόνο αυτό του Ερέβους.

Μα κάπου μέσα στο δάσος ,
τα μάτια των Λύκων του Απόλλωνα ,
τους παρακολουθούν .
Και αυτοί το νιώθουν.

.
Καμία καρδιά
κοντά στο Φώς
δεν είναι απροστάτευτη
.
.
.
.
Περπατώ, περπατώ εις το δάσος
όταν ο λύκος δεν είναι εδώ.
Λύκε, λύκε είσαι εδώ..;

Λύκε..;

Μ έσυρες έξω απ το σπίτι στα τέσσερά μου χρόνια.
Ξεροστάλιαζα στα χαλάσματα.
Στην άκρη της πόλης,
εκεί στην άκρη του αγνώστου.
Για ένα σου μόνο βλέμμα.
Μ έβρισκες τότε πολύ μικρή.
Η νίκη σου πάνω μου δεν θα χε αξία.
Και ύπουλα περίμενες την εφηβεία,
να τρυπώσεις στο σώμα μου,
να μου κρυφτείς εκεί και να νιώθω από μέσα την καυτή,
βρωμερή σου ανάσα.
Η πείνα σου κατοίκησε τα μάτια μου.
Το ουρλιαχτό σου στοίχειωσε το τραγούδι μου.
Η ψυχή μου αγρίεψε.
Κι αφού καταβρόχθισες τα χρόνια μου
κι όλα τα ευγενικά μου δώρα,
άρχισες να κυνηγάς σώματα ξένα.
Έγινα σκιά σου.
Όμως τέρας, σπάνια έβγαινες πια στο φως.
Και για να γλιτώσεις από μένα,
τρύπωνες όλο και πιο πολύ στο πιο βαθύ σκοτάδι.

Δεν λέω, υπήρξαν και καλές στιγμές.
Κάποιες φορές πλημμύριζε ο ουρανός σου άστρα.
Για λίγο, για όσο κρατάει ένα βλέμμα.
Κι έπειτα κάθαρμα,
μ έσερνες όλο και πιο βαθιά στο σκοτεινό σου δάσος.
Σ ένα κυνήγι, ανελέητο.
Χειρότερα κι από αγρίμια μπλεχτήκαμε σε πάλη ως εσχάτων,
ξεσκίσαμε την ψυχή μας, πασαλειφτήκαμε αίμα.
Μ έμαθες να ζητάω για να σε δω να δίνεις,
όχι σε μένα, αλλού.
Ώσπου γέρασα μαλάκα
Και τώρα, έτσι κι αλλιώς,
δεν είμαι πια για σένα.
Κι εσύ,
που όλα όσα θέλησα τα μπόρεσες,
δεν είσαι πια για μένα.

Λύκε μου, πήγαινέ με πίσω,
να πάρουμε το παραμύθι απ την αρχή.
Βάλε μου δράκους,
βάλε μου μάγισσες,
δεν θα κωλώσω.
Μονάχα εκεί, στην άκρη άκρη,
βάλε ένα σπίτι μ ένα φωτάκι τόσο δα.
Να, ένα τόσο δα μικρό φωτάκι.
Για να χω την ψευδαίσθηση,
πως ίσως κάποιος εκεί,
κρατάει αναμμένη μια φωτιά,
κι ότι με περιμένει.

Σ αφήνω λύκε.
Κι εσύ που τ όνομά σου στ αρχαία χρόνια ήτανε φως,
μείνε και ψόφα στο σκοτάδι.
Πάω να βρω τους φίλους μου.
Θα πω τ ανομολόγητα
και θα σε καταδώσω .-
.
.

.
.
.
Η Ελεύθερη Ποιηση που απαγγέλθηκε γραφτηκε από την Τανια Τσανακλιδου
Μουσική : Μιχάλης Δ.

Δευτέρα 14 Ιουνίου 2010

Όταν άλλα λόγια δεν έχουν θέση

.
.
.
.
.

Τετάρτη 9 Ιουνίου 2010

Παιχνίδια με την Άμμο




Όταν ήμουν μικρός
έπαιζα με την άμμο της θάλασσας .
Έπαιρνα μια χούφτα στο χέρι μου
και την άφηνα να χάνεται λίγο λίγο από τα δάκτυλά μου .
Αυτή ήταν η πρώτη μου επίγνωση της δύναμης του Χρόνου .

Οταν έσφιγγα γερά τα χέρια μου για να μην φύγει ,
αυτά πονούσαν ,
μούδιαζαν .

Ηξερα πως δεν μπορώ να την κρατώ εκεί για πάντα ,
παρα μόνο για στιγμές.
Αυτή ήταν η πρώτη επίγνωση μου της μαγείας της Ζωής .

Όταν όλη η άμμος έφευγε από το χέρι μου ,
άφηνε ψήγματα της ,
αποτυπώματα ,
πως κάποτε ήταν έκει .
Μικρούς κόκκους
που είχαν χωθεί βαθιά μεσα στο δέρμα μου
νομίζοντας πως τους ανήκω
Με πονούσαν .
Αλλοι ,
αυτά τα ίχνη του παρελθόντος ,
προσπαθούσαν να τα κρατήσουν ,
πονόντας στο Παρόν τους
και κρατώντας 'ετσι το χέρι τους άδειο

από μια νέα χούφτα άμμου ,
από άλλη θάλασσα ,
από άλλη έρημο .
Ποιός ξέρει ;
Ποτέ δεν άντεξα να έχω την χούφτα μου άδεια .
Ένοιωθα πώς ήταν
βλασφημία προς τον θεο ,
να σπαταλάω την Ζωή με Θάνατο.

Ξέπλενα πάντοτε τα χέρια μου ,

και μετά βούταγα όλος
μέσα στην Θάλλασα ,
την μήτρα της ζωής,
για να είμαι καθαρός ,
για να βιώσω την ροή
την γεύση ,
την υφή
και τα αρώματα
της νέας άμμου,
που θα μου φέρει ο άνεμος
και η θάλασσα.



.
.
.
Απαντώντας στην Κάκια
:)
.
.
.
.

Προ-Βληματικές ΣημειΏσεις ενος τρελού, στο ΑγριοΛόγιο 2016

Συνοδηπόροι

Αρχειοθήκη ιστολογίου